_ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ
Μία γυναίκα σε κάποιο σημείο του πλανήτη περιμένει σε μία στάση λεωφορείου. Ένας άντρας περιμένει το μετρό σε κάποια αποβάθρα. Εγώ περιμένω σε μια αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου. Τι κοινό έχουμε όλοι εμείς. Όλοι περιμένουμε κάτι. Καθηλωμένη σε αυτή την αίθουσα αναμονής, αν και πολύ εξαντλημένη άρχισα να αναρωτιέμαι πόσο χρόνο καταναλώνουμε στην πράξη της αναμονής (αν μπορεί να θεωρηθεί πράξη, καθώς η αναμονή συνήθως συνδέεται με την απραξία, η οποία δεν ενέχει την έννοια της δράσης.)
Η ανθρώπινη ζωή, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, τεμαχίζεται σε στιγμές αναμονής και σε στιγμές εκπλήρωσης στόχων έπειτα από διαστήματα αναμονής. Αυτές οι στιγμές αναμονής εκτυλίσσονται πάντα σε ένα νοητό σύστημα χώρων όπως είναι οι χώροι αναμονής, οι σταθμοί συγκοινωνιών, οι στάσεις λεωφορείων κλπ. Η αναμονή, λοιπόν, αν και συνειρμικά συνδέεται με την αδράνεια, αποτελεί μια χωρική και χρονική εμπειρία. Τα ερωτήματα που προκύπτουν για τη φύση της αναμονής ποικίλουν. Πως ορίζεται ο χρόνος της αναμονής; Είναι νεκρός ή ζωτικός χρόνος; Όταν περιμένουμε κυλάει διαφορετικά ο χρόνος;
Ο χρόνος, κάνοντας μια πολύ γενική θεώρηση και με άξονα τη σκέψη του Gaston Bachelard «διαιρείται» σε στιγμές και διάρκειες. Η στιγμή ορίζεται ως ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η στιγμή δεν διαρκεί, γιατί ο χρόνος που περικλείει είναι μηδαμινός και ακαριαίος. Αν θεωρήσουμε ότι στη ροή του χρόνου συσσωρεύονται πολλές στιγμές, τότε σχηματίζονται οι διάρκειες. Άρα η διάρκεια θα έλεγε κανείς ότι είναι το σύνολο των στιγμών. Τι συμβαίνει όμως με το διάστημα που μεσολαβεί από την μια στιγμή στην άλλη. Ο Bachelard ορίζει τη διάρκεια ανάμεσα σε δύο στιγμές ως ένα μεγάλο μηδέν, ένα έμπρακτο μηδέν[1], δηλαδή ένα τίποτα. Καθώς η συνείδηση και η προσοχή του ατόμου είναι απούσες, δεν συμβαίνει τίποτα, άρα και ο ίδιος ο χρόνος τείνει στο τίποτα.
Επιστρέφοντας στο θέμα της αναμονής συνειδητοποιούμε ότι υπάρχει μια διάρκεια στον χρόνο που την καθορίζει. Άλλωστε η ίδια η έννοια του «περιμένω» κρύβει μια εξακολούθηση και όχι μια πράξη συνοπτική. Ωστόσο, ο χρόνος αναμονής ανάμεσα σε διαφορετικές πράξεις προσομοιάζει την έννοια της διάρκειας του έμπρακτου μηδενός και όχι της διάρκειας εν γένει.
Η ανάλυση της καθημερινότητας μας φέρνει αντιμέτωπους με εικόνες αναμονής, οι οποίες γεννούν πολλαπλούς προβληματισμούς. Τι περιμένουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι τελικά, σε αίθουσες, σε ουρές, στους δρόμους; Το ζήτημα αυτομάτως πρέπει να μετατεθεί στη σύγχρονη πόλη, στον τρόπο που η ίδια είναι οργανωμένη αλλά και στα περίπλοκα συστήματα που διέπουν και ορίζουν την ίδια αλλά και τις ζωές των ανθρώπων.
Η πόλη πλέον σχετίζεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά με τα δίκτυα είτε επικοινωνίας είτε μεταφορών. Οι πληροφορίες διαχέονται διαρκώς ενώ τα δίκτυα μεταφορών πολλαπλασιάζονται και δημιουργούν νέες συνδέσεις αλλά και νέες ανάγκες για μεταφορές. Ο σύγχρονος άνθρωπος μοιάζει να είναι περισσότερο ταξιδιώτης, παρά κάτοικος. Ένας στατικός ταξιδιώτης - επιβάτης, ο οποίος μεταφέρεται αστραπιαία σε διαφορετικά σημεία της ίδιας πόλης, σε άλλες πόλεις ή ακόμα και σε άλλες χώρες.
Χαμένος μέσα στα ανώνυμα πλήθη περιμένει να φτάσει στον προορισμό του και να εκπληρώσει τον σκοπό του. Παράλληλα, περιβάλλεται πάντα από έναν ιδιότυπο χώρο, ο οποίος παρουσιάζει χαρακτηριστικά τυποποίησης και ομοιομορφίας και ο οποίος έχει μια απροσδιόριστη ταυτότητα. Είναι ο λεγόμενος μη τόπος, όπως τον έχει ονομάσει ο Marc Augé. Σε αντίθεση με τον τόπο, ο οποίος εμπερικλείει νόημα, έχει ιστορία και δημιουργεί ταυτότητες, ο μη τόπος καθιερώνει συμβατικές σχέσεις με τους ανθρώπους.[2] Επίσης, δεν καταφέρνει να δημιουργήσει τις οργανικές κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώνονται στους τόπους, ενώ σχετίζεται περισσότερο με τις έννοιες του πρόσκαιρου και του φευγαλέου. Στόχος είναι ο τελικός προορισμός του καθενός και ο μη τόπος είναι η δίοδος, ή καλύτερα ο χώρος που πρέπει να προσπελάσει.
Από τη μία λοιπόν, αναγνωρίζουμε σε αυτούς τους χώρους χαρακτηριστικά που τους καθιστούν αδιάφορους και η παραμονή μας σε αυτούς είναι τελικά ένα «αναγκαίο κακό» ώστε να εκπληρωθούν οι στόχοι μας. Από την άλλη, επειδή ακριβώς ο χρόνος που σπαταλάμε σε αυτούς είναι ιδιαίτερα δυσανάλογος, λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής, συνήθως βρίσκουμε προσωρινά καταφύγια απόδρασης από την πραγματικότητα. Για άλλους, είναι ένα βιβλίο, για άλλους η μουσική που παίζει στα ακουστικά τους ή ακόμα και ο ρεμβασμός από τα παράθυρα. Ενώ λοιπόν, αυτοί οι χώροι φαίνονται αρκετά αδιάφοροι, δημιουργούν συνθήκες ώστε να μπορεί κανείς να συσκεφτεί με τον εαυτό του, να αποκοπεί από την δίνη της πραγματικότητας και να συγκεντρωθεί στις εσωτερικές του σκέψεις και αναζητήσεις. Παράλληλα, αυτοί οι χώροι συμπυκνώνουν την καθημερινή ζωή της πόλης, δημιουργώντας πολλές φορές ενδιαφέροντα σκηνικά τα οποία εγγράφονται στις συνειδήσεις των ανθρώπων ως σημαντικά γεγονότα, ανάλογα με την αντίληψη και την φαντασία που διαθέτουν.
Πλήθος, ανωνυμία, χαρά, πλήξη, ανοίκειο, βοή, ηρεμία, στιγμή, διάρκεια, προσμονή είναι μερικές από τις λέξεις που θα μπορούσαν να συμπυκνώσουν την έννοια της αναμονής στους χώρους που έχουν δημιουργηθεί για να προσπεραστούν και όχι να κατοικηθούν.
«Ο τόπος δεν αναιρείται ποτέ εντελώς, ο μη τόπος δεν ολοκληρώνεται ποτέ τελείως. Είναι σαν παλίμψηστα όπου το μπερδεμένο παιχνίδι της ταυτότητας και των σχέσεων ξαναγράφεται αδιάκοπα.» Marc Augé
Commentaires