_ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ
H πόλη αποτελεί ένα σύνθετο και ποικιλόμορφο σύστημα που αφορά καταρχήν στην υλική πραγματικότητα. Στο σύνολο της μπορεί να πει κανείς ότι αποτελεί μια κατασκευή στον χώρο η οποία, όπως αναφέρει ο Marcel Poete «γεννιέται, αναπτύσσεται, δρα και αντιδρά, μετασχηματίζεται και διαστέλλεται, παρακμάζει και πεθαίνει». [1] Εμπεριέχει όλα τα ίχνη της κατασκευαστικής δραστηριότητας του ανθρώπου που επιβιώνουν στο σήμερα και συμπληρώνουν τη σύνθεση ενός αρχιτεκτονικού παλίμψηστου. Τα παλαιά ίχνη συμπληρώνονται από τα νεότερα και κάθε φορά ανακαλύπτεται η ύπαρξη προηγούμενων καταγραφών, ενώ κάθε ιστορική περίοδος αφήνει το δικό της ξεχωριστό αποτύπωμα στο αστικό παλίμψηστο.
Με τον όρο παλίμψηστο αναφερόμαστε συνήθως σε χειρόγραφα από παλαιότερες εποχές (γραμμένα πάνω σε πάπυρο ή περγαμηνή) τα οποία έχουν επικαλυφθεί με άλλο κείμενο ή υλικό ώστε να χρησιμοποιηθούν ως βάση για τη δημιουργία καινούργιων έργων. Εδώ ο όρος χρησιμοποιείται ως μεταφορά, για να εξηγήσει τη διαδικασία κατά την οποία δράσεις και εγγραφές στον χώρο επηρεάζονται διαδοχικά και παράγουν ένα σύνολο ορατών και αόρατων δεδομένων. Το παλίμψηστο λειτουργεί ως εργαλείο ανάλυσης της υλικής πραγματικότητας που έχει καταγραφεί και διασωθεί στον χώρο. Ταυτόχρονα, όμως λειτουργεί ως δείκτης της ανθρώπινης κατασκευαστικής και μη δραστηριότητας μέσα στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, στο οποίο διαμορφώνεται σε κάθε στάδιο της ύπαρξης του. Είναι, λοιπόν, συνυφασμένο με την ανθρώπινη ύπαρξη και θεωρητικά οι εγγραφές του είναι άπειρες στον χώρο και στον χρόνο. Η έννοια του παλίμψηστου μας βοηθάει να προσδιορίσουμε τις έννοιες του «παλιού» και του «καινούργιου». Ωστόσο, το παλίμψηστο μας βοηθάει όχι μόνο στην κατάταξη των νεότερων και παλαιότερων εγγραφών, αλλά κυρίως στην αναγνώριση της συνύπαρξης των αντικειμένων σε ένα κοινό πεδίο που μεταλλάσσεται διαρκώς.
Φωτογραφίες από τον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού
Σύμφωνα με τον Aldo Rossi «η μορφή της πόλης είναι πάντα η μορφή μιας εποχής και στην πόλη συνυπάρχουν πολλές εποχές».[2] Διακρίνοντας κανείς λοιπόν, τη στρωματική διαμόρφωση της πόλης, καθίσταται εφικτό να «επιστρέψει στην αρχέγονη κατάσταση και ξεκινώντας από εκεί να αναγνωρίσει και να αντιληφθεί, ως κάτι κατανοητό και λελογισμένο, τις πρώτες απόπειρες για τη δημιουργία των μορφών και ύστερα την ανάπτυξη των νέων διαμορφώσεων και εν τέλει τη συνένωση όλων των διαμορφώσεων όσων γεννήθηκαν έτσι, η μια μετά την άλλη σε ένα πλήρες σύστημα». [3] Όλη αυτή η γνώση συσσωρευτικά μπορεί να δημιουργήσει νέα δεδομένα ικανά να οδηγήσουν τις μελλοντικές κοινωνίες σε εξαγωγή συμπερασμάτων για τη διαχείριση του παρελθόντος με όραμα προς το μέλλον. Ωστόσο, αυτή η γνώση ακόμα και αν προσφέρεται μέσω της ορατής πραγματικότητας που περιβάλλει τους ανθρώπους, είναι συνήθως ελλιπής. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τον μέσο κάτοικο που ζει «μέσα» ή κοντά σε ένα ιστορικό κέντρο. Το πιο πιθανό είναι ότι στερείται γνώσης και πληροφόρησης σχετικά με το περιεχόμενο του ιστορικού αποθέματος με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος καθημερινά. Παράλληλα, το αντιλαμβάνεται σαν τμηματικά «ανοίγματα» προς το διασπασμένο παρελθόν, το οποίο κείτεται νεκρό μπροστά του και το οποίο μπορεί να αποκτήσει δυνητικά νόημα σε ένα γενικό πλαίσιο συλλογικής μνήμης.
Η μνήμη σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Maurice Halbwachs «πρέπει να συνδεθεί με την βιωμένη εμπειρία, διαφορετικά περιορίζεται στην “ιστορία”, γίνεται ένα απόσπασμα ή διανοουμενίστικες ανακατασκευές, αβάσιμες ή πλαστές αναμνήσεις». [4] Για να αποκτήσει η μνήμη μια ζωτική σχέση με το παρόν και το μέλλον οφείλει να αναδύεται ως ζωντανό και ενεργό ίχνος ενός παρελθόντος που επιβιώνει και νοηματοδοτείται στο εκάστοτε παρόν. Πως είναι λοιπόν δυνατόν, η ύπαρξη της θραυσματικής ύλης του παρελθόντος που έχει διατηρηθεί στο παρόν να αποκτήσει την αξία που της αναλογεί και να αποτελέσει τμήμα της ζωής των ανθρώπων; Ποιες αρχιτεκτονικές προσσεγγίσεις θα καταφέρουν να κατασκευάσουν με στοιχεία του παρελθόντος, σύγχρονες αφηγήσεις ικανές να αναζωογονήσουν τον χώρο στο παρόν και να μη τον περιορίσουν σε αντικείμενο προς ηδονοβλεπτική κατανάλωση και μόνον;
Αρχαία σε εγκατάλειψη στην περιοχή του Θησείου
[1] Christine Boyer, The City of Collective Memory: its Historical Imagery and Architectural Entertainments, Cambridge, MA, the MIT press, 1994, σ.16
[2] A.Rossi, Η Αρχιτεκτονική της Πόλης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1991, σ. 67
[3]Διάλεξη της Α.Πεχλιβανίδου - Λιάκατα, “Καλαμάτα: Ανάγνωση χωρικών δομών – η ιστορία και ο σχεδιασμός της προστασίας”, σελ. 146
[4]Christine Boyer, The City of Collective Memory: its Historical Imagery and Architectural Entertainments, Cambridge, MA, the MIT press, 1994, σ.26
Comments